- ωνητός
- -ή, -ό / ὠνητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ὠνητός, -όν, Α [ὠνοῡμαι]αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσεινεοελλ.-μσν.φρ. «ωνητό αξίωμα» — οφίκιο, αξίωμα τού οποίου η απόκτηση γινόταν μετά από καταβολή χρημάτωναρχ.1. αυτός που αποκτήθηκε με αγορά, αγοραστός2. φρ. «ὠνητὴ δύναμις» — μισθοφορική δύναμη, μισθοφόροι στρατιώτες (Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.